- βαρυδάκρυος
- βᾰρῠ-δάκρυος, ον, = sq., Nonn.D.40.194.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρυδάκρυος — βαρυδάκρυος, ον και βαρύδακρυς, υ (Α) αυτός που θρηνεί με πικρά δάκρυα … Dictionary of Greek
βαρυδάκρυος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυδάκρυον — βαρυδάκρυος masc/fem acc sg βαρυδάκρυος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek